- ξεροβήχω
- [ксэровихо] ρ кашлять сухим кашлем.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ξεροβήχω — ξεροβήχω, ξερόβηξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεροβήχω — 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα 2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...») … Dictionary of Greek
ξεροβήχω — ξερόβηξα 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα. 2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek